ἐλευθερῶσαν

ἐλευθερῶσαν
ἐλευθερόω
set free
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάλαϊς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της Ωρειθυίας, αδελφός του Ζήτη. Στην Αργοναυτική εκστρατεία τα δύο αδέλφια, εξαιρετικά ευκίνητοι και ωραίοι άντρες, ελευθέρωσαν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο… …   Dictionary of Greek

  • καλαΐς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της Ωρειθυίας, αδελφός του Ζήτη. Στην Αργοναυτική εκστρατεία τα δύο αδέλφια, εξαιρετικά ευκίνητοι και ωραίοι άντρες, ελευθέρωσαν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Βηθλεέμ — (αραβ. Bayt Lahm). Πόλη (24.000 κάτ. το 2002) στη δυτική όχθη του ποταμού Ιορδάνη, χτισμένη στις βόρειες πλαγιές των ορέων της Ιουδαίας, σε ύψος 685 μ., περίπου 8 χλμ. ΝΔ της Ιερουσαλήμ. Η πόλη βρίσκεται υπό αμφισβητούμενη κατοχή του ισραηλινού… …   Dictionary of Greek

  • Βουδαπέστη — (Budapest). Πόλη και κομητεία (525 τ. χλμ., 1.775.203 κάτ. το 2001) της Ουγγαρίας, πρωτεύουσα της χώρας αλλά και της κομητείας της Πέστης (6.394 τ. χλμ., 1.080.759 κάτ., εκτός της πρωτεύουσας), στις όχθες του Δούναβη, όχι πολύ μακριά από τα… …   Dictionary of Greek

  • Δάθεμα — Αρχαία πόλη και οχυρό της Παλαιστίνης. Εκεί κατέφυγαν οι Ιουδαίοι της Γαλαάδ υπό την απειλή των ειδωλολατρών. Ο Ιούδας Μακκαβαίος με τον αδελφό του Ιωνάθαν πήγαν με στρατό στη Δ. και ελευθέρωσαν τους πολιορκημένους από τον Τιμόθεο Ιουδαίους… …   Dictionary of Greek

  • Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το …   Dictionary of Greek

  • Καλάβρυτα — Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 750 μ., 1.747 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 91 χλμ. ΝΑ της Πάτρας, κοντά στον Βουραϊκό ποταμό. Είναι χτισμένος στους πρόποδες του Χελμού, επάνω στο… …   Dictionary of Greek

  • Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της …   Dictionary of Greek

  • Μελιτηνή — Βυζαντινή οχυρή πόλη στην Άνω Μεσοποταμία. Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης, υπήρξε πολλές φορές θέατρο σκληρών μαχών κατά τους μακροχρόνιους αγώνες των Βυζαντινών με τους ανατολικούς τους εχθρούς, κυρίως με τους Πέρσες και τους Άραβες. Παρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”